-
1 людный
людный πολυσύχναστος, συχνοπέραστος* \людныйая улица о περαστικός δρόμος* * *πολυσύχναστος, συχνοπέραστοςлю́дная у́лица — ο περαστικός δρόμος
-
2 проезжий
проезж||ий1. прил διαβατός (γιά ὁχήματα):\проезжийая дорога ὁ διαβατός δρόμος·2. м ὁ περαστικός, ὁ ταξιδιώτης.
См. также в других словарях:
πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά … Dictionary of Greek